- φαβοτύπος
- ὁ, Α1. αυτός που χτυπά περιστέρια2. είδος γερακιού που σκοτώνει περιστέρια («ἱέρακες ἄμφω ὅ τε φαβοτύπος καὶ ὁ σπιζίας», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + -τυπος (< τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ζῳο-τύπος].
Dictionary of Greek. 2013.